- καρυοναύτης
- κᾰρῠο-ναύτης, ου, ὁ,A one who sails in a nut, Luc.VH2.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρυοναύτης — καρυοναύτης, ὁ (Α) αυτός που πλέει μέσα σε καρυδότσουφλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ναύτης] … Dictionary of Greek
καρυοναῦται — καρυοναύτης one who sails in a nut masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυοναύτας — καρυοναύτᾱς , καρυοναύτης one who sails in a nut masc acc pl καρυοναύτᾱς , καρυοναύτης one who sails in a nut masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek